- ὑποδύω
- + V 0-0-0-0-1=1 Jdt 6,13to go down below sth [ὑποκάτω τινός]
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… … Dictionary of Greek
καθυποδύω — (Μ) (επιτατ. τού υποδύω) βλ. υποδύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δύω «βάζω τα υποδήματα»] … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποδυτήριον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ ὑποδυτήρια (σχετικά με πλοία) όρμοι, αραξοβόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδύω, ομαι + κατάλ. τήριον*] … Dictionary of Greek
υποδύνω — Α (δ. τ.) βλ. ὑποδύω … Dictionary of Greek
υποδύτης — ο / ὑποδύτης, ΝΑ, και ὑποδυτής Α [ὑποδύω, ομαι] νεοελλ. πουκάμισο, συνήθως βαμβακερό, τών στρατιωτικών αρχ. 1. είδος ενδύματος που φορούσαν κάτω από τον θώρακα, είδος πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ) 2. εσώρουχο … Dictionary of Greek
υπόδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑποδύω] 1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα 2. ένδυμα, υποδύτης … Dictionary of Greek
υπόδυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑποδύω, ομαι] 1. παρείσφρηση 2. καταφύγιο 3. (για σφυγμό) η ιδιότητα τού ανεπαίσθητου 4. βύθιση μέσα στο νερό, κατάδυση … Dictionary of Greek